- τιτανισμός
- τιτανισμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιτανισμός — ὁ, Α παιανισμός («ὁ παιανισμός τῶν Θρᾳκῶν τιτανισμὸς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων λέγεται, κατὰ μίμησιν τῆς ἐν παιᾱσι φωνῆς», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτάνες + ισμός*] … Dictionary of Greek